Wednesday, February 23, 2011

Πρόβλημα στην άσφαλτο

Έρχεται ένα πρωί που κοιτάς στον καθρέφτη και βλέπεις έναν ξένο.
Κάποια στιγμή δεν ξέρεις ποιο είναι το όνομά σου.
Κάποτε καταλαβαίνεις πως δεν μπορείς να κουνηθείς.
Όσο και αν προσπαθήσεις, δεν μπορείς να θυμηθείς από που ξέρεις τα άτομα που φαίνεται να σε ξέρουν.
Θα κοιμάσαι όλο και πιο συχνά, όλο και πιο πολύ.
Σύντομα τον αυγουστιάτικο ήλιο. Τα πόδια σου θα είναι βυθισμένα στην άμμο. Θα κοιτάς μόνο την θάλασσα.
Δεν είναι κανείς τριγύρω.
Κι εσύ κοιτάς την θάλασσα.
Μόνο την θάλασσα.

5d4b0499ee4af5f286e79377b60355f4

Monday, February 21, 2011

Όσα ο χρόνος δεν μπορεί να σβήσει

Χθες το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Θυμήθηκα τι μου είχες πει Ε.
Πάνε λίγα χρόνια, μα εγώ ακόμα το θυμάμαι.
Πιθανόν εσύ να το έχεις ξεχάσει.
Δεν σήμαινε τίποτα για σένα.
Εγώ όμως δεν το ξέχασα., δεν μπορώ να το ξεχάσω.
Να κοιμάσαι ήσυχα τα βράδια.


Wednesday, February 9, 2011

Ύστατη Απάθεια


Ήταν εκεί όταν οι άλλοι φώναζαν. Αυτός σιωπούσε. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Οι άλλοι σιωπούν και αυτός βράζει μέσα του. Αυτή τη φορά δεν θα μείνει αμέτοχος.  Όλοι έχουν παραλύσει, αυτός όμως δεν αντέχει άλλο την αναισθησία. 

Χτυπιέται, φωνάζει, αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Μόνος μεταξύ μονάχων. Κανείς δεν διαμαρτύρεται μαζί του. Κανείς δεν ενώνει την φωνή του μαζί του. Φεύγει. Θα τα παρατήσει και θα φύγει. Τώρα θα σωπάσει. 
 
Πρέπει να μιλήσει στην Αρετή. Που ήταν όταν αυτός αγωνιζόταν; Που ήταν όταν έπρεπε να τον στηρίξει, να είναι δίπλα του; Της ζήτησε να ψάξει για καινούργιο διαμέρισμα. Δεν ήθελε να την ξαναδεί. Και να κρατήσει το χρυσόψαρο. 

Σειρά είχε η οικογένεια. Ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι που σε βοηθάνε να κάνεις το σωστό, είναι δίπλα σου σε εύκολα και δύσκολα. Άνθρωποι που πάντα, ελπίζεις σε αυτούς. Ξέρεις ότι δεν θα σου γυρίσουν την πλάτη ό,τι και αν κάνεις, όποιος και αν γίνεις. Είπε πως δεν θέλει δεν θέλει να τους ξέρει. Ο πατέρας εκείνη τη μέρα είπε πως έχασε πια και τους δυο του γιους. Πιο βαριά το πήρε η γιαγιά, πέθανε από την στεναχώρια της ένα μήνα αργότερα. 

«Φίλοι; Εσείς δεν είστε φίλοι μου. Φιλία δεν είναι μόνο οι γιορτές και οι χαρές. Όλοι σας μου δείξατε το πραγματικό σας πρόσωπο. Και εγώ που πίστεψα σε εσάς. Πόσο γελοίος νιώθω σήμερα. Δεν θα σας το συγχωρέσω ποτέ.»

Καθώς ξημέρωνε, μια νέα ζωή ξεκίναγε για αυτόν. Το παρελθόν του ήταν πια παρελθόν και τώρα ήταν ελεύθερος. 

Στάθηκε σε μια πλατεία σε απόσταση από κάθε άνθρωπο. Απεχθανόταν τους ανθρώπους. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Λούστηκε με την βενζίνη που είχε φέρει μαζί του και άναψε ένα σπίρτο. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο. 

Την ίδια μέρα η Αρετή έλαβε ένα γράμμα, χωρίς αποστολέα. 

«Σας μισώ όλους.  
Μακάρι να μην σας γνώριζα ποτέ.
Αρετή, είσαι το μεγαλύτερο λάθος που έχω κάνει. 
Λυπάμαι που έτυχε να σε γνωρίσω.
Τώρα πια θα σιωπήσω για πάντα. 
Και κανείς δεν θα με λέει Μιθριδάτη.»

Sunday, February 6, 2011

Απόπειρα #1


Η ώρα είναι τέσσερις τα  ξημερώματα ακριβώς, ένας νέος τρέχει στον άδειο δρόμο. Ακούγεται μόνο ο ήχος των παπουτσιών του στην άσφαλτο. Η θερμοκρασία είναι λίγο πάνω από το μηδέν. Ο νέος ακούει μουσική και καθώς τρέχει σκέφτεται.

«Δεν μπορεί κάποιος θα το πήρε. Όλα τα πιάτα είναι κατά εξάδες. Εγώ μέτρησα πέντε. Δεν θυμάμαι να το έσπασα, οπότε κάποιος θα μου το έχει πάρει. Υποψιάζομαι την ηλικιωμένη από δίπλα. Στο διαμέρισμά της έχει βαλσαμωμένα ζώα. Αυτή πρέπει να το έκανε.»

Ψιλοβρέχει για δύο λεπτά. Ο δρόμος ήταν ήδη βρεγμένος από την απογευματινή βροχή.

«Αν λήστευα μια τράπεζα θα είχα αρκετά χρήματα για να νοικιάσω ένα σπίτι με κήπο. Και στον κήπο θα φύτευα τουλίπες και δεντρολίβανο. Θα αγόραζα ένα τραμπολίνο για τις μέρες που δεν θα βρέχει. Θα αγόραζα ένα αμάξι για τις βόλτες μου. Θα αγόραζα ένα κουστούμι και γυαλιστερά παπούτσια. Θα τα φορούσα κάθε μέρα αυτά τα παπούτσια. Θα φόραγα το κουστούμι και θα πήγαινα στην πηγή των λεόντων. »

Ο νέος σταματάει για να κοιτάξει την ώρα. Είχε πάει κιόλας πέντε. Λίγο ακόμα και μετά θα γύριζε πίσω.

«Αν γινόταν μια καταστροφή και οι πέθαιναν όλοι οι άνθρωποι εκτός από εμένα, μάλλον θα ένιωθα μόνος. Ίσως πάλι και να ήταν καλύτερα. Οι πολλοί άνθρωποι με αηδιάζουν. Αν όμως ήμουν μόνος, δεν θα μπορούσα να ζητήσω βοήθεια από κανέναν. Και θα πέθαινα μόνος. Μήπως τώρα με δισεκατομμύρια ανθρώπους γύρω μου δεν είμαι το ίδιο μόνος; Πάλι μόνος θα πεθάνω.»

Ο ουρανός φωτίζεται και το σκοτάδι αραιώνει. Ο νέος έχει ήδη πάρει τον δρόμο της επιστροφής.

«Μόλις φτάσω στο σπίτι θα κάνω μπάνιο και θα φορέσω το λινό πουκάμισο. Θα φτιάξω ένα φλιτζάνι τσάι και θα ακούσω ραδιόφωνο.  Μετά θα σκουπίσω και θα πετάξω τα σκουπίδια. Εάν προλάβω θα αγοράσω και ένα κιλό ψωμί και δύο λίτρα γάλα.»

Ο ήλιος έχει σχεδόν ανατείλει. Ένα αυτοκίνητο πλησιάζει τον νέο, ενώ αυτός δεν το βλέπει. Το αυτοκίνητο χτυπάει τον νέο και τον παρασέρνει για αρκετά μέτρα, προτού τον πετάξει στην άκρη του δρόμου. Το αυτοκίνητο συνεχίζει, ώσπου χάνεται από τον ορίζοντα. Ο νέος φανερά πληγωμένος είναι ξαπλωμένος ανάσκελα στην άκρη του δρόμου. Τα ρούχα του έχουν λερωθεί από λάσπη και αίμα. Μετά από έξι λεπτά ο νέος σηκώνεται και συνεχίζει να τρέχει.

«Θα μπορούσε να με είχε σκοτώσει.»   


 
Creative Commons License
The Golden Pavilion - My way to Trieste by The exiled Hussar is licensed under a Creative Commons Attribution-NonCommercial-NoDerivs 3.0 Unported License.
Based on a work at thegoldenpavilion.blogspot.com.