Πολλά χρόνια πριν οι άνθρωποι ήταν σκυθρωποί, καχύποπτοι, φοβισμένοι. Κοιτούσαν τους γύρω τους έχοντας στη σκέψη τους πως κάποιος από αυτούς φταίει που είναι έτσι.
Είδαν πως δεν υπήρχε άλλη λύση. Έσκαψαν, έσκαψαν για να αποφύγουν τις σκιές τους. Έχτισαν βαριές πόρτες, τίποτα να μην μπορεί να τους βρει.
Οι σκιές όμως ήταν πολλές, ήταν πιο δυνατές από τις βαριές τις πόρτες. Έτσι οι άνθρωποι έσκαψαν ακόμα πιο βαθιά, πήγαν ακόμα πιο μακριά. Οι σκιές όμως τώρα είχαν γίνει ακόμα περισσότερες. Έφτασαν όσο βαθιά είχαν σκάψει οι άνθρωποι. Μέχρι που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να σκάψουν άλλο. Δεν μπορούσαν να κρυφτούν πίσω από τις βαριές τις πόρτες.
Είχαν μείνει λίγοι από αυτούς, μόνο λίγοι άντεξαν τόσα χρόνια. Να σκάβουν, να πηγαίνουν όλο και πιο βαθιά, να ξεφύγουν από τις σκιές.